- ψιχάρπαξ
- -αγος, ὁ, Α(ως ονομασία ενός ποντικού στην Βατραχομυομαχία) αυτός που αρπάζει τα ψίχουλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + ἅρπαξ, -αγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιχάρπαξ — ψῑχάρπαξ , ψιχάρπαξ Crumb yilcher masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρπαγας — ο (AM ἄρπαξ, [ αγος], Μ και ἅρπαγος, ον) αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αρπάγιον ( άγι). ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ μσν. δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ (μσν.νεοελλ.)… … Dictionary of Greek
βατραχομυομαχία — Μικρό και εύθυμο έπος σε 300 στίχους, παρωδία της Ιλιάδας του Ομήρου, που αποδόθηκε στον ίδιο τον Όμηρο από τον Στάτιο, τον Φιλόστρατο και άλλους. Το ποίημα ανήκει στην εποχή των Περσικών πολέμων. Θέμα του είναι ο πόλεμος ανάμεσα στους βατράχους… … Dictionary of Greek
ψιχάρπαγα — ψῑχάρπαγα , ψιχάρπαξ Crumb yilcher masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιχάρπαγος — ψῑχάρπαγος , ψιχάρπαξ Crumb yilcher masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)